- μεθυσοχάρυβδις
- μεθῠσοχάρυβδις [ᾰ], εως, ἡ,A wine-charybdis, nickname for a drunken woman, Com.Adesp.1077.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεθυσοχάρυβδις — μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α) 1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη 2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις*] … Dictionary of Greek
μεθυσοχάρυβδις — wine charybdis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)